- θνησιγονία
- ηγέννηση νεκρού νεογνού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θνησιγονία — η 1. η γέννηση νεκρού βρέφους 2. η τάση για γέννηση θνησιγενών νεογνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσις + γονία < γόνος (πρβλ. αρχαιο γονία, ιδιο γονία)] … Dictionary of Greek
τερατογονικότητα — η, Ν (ιατρ. φαρμ.) η ιδιότητα μιας φαρμακευτικής ουσίας να προκαλεί συγγενείς διαμαρτίες διαπλάσεως οι οποίες οδηγούν σε θνησιγονία ή σε γέννηση τεράτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. teratogenicity < terato (< τέρας, ατος) + genicity … Dictionary of Greek